πλύσμα
Look at other dictionaries:
πλύσμα — ατος, τὸ Α βλ. πλύμα … Dictionary of Greek
πλύμα — (I) ατος, το / πλύσμα, ΝΑ [πλύνω] 1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα 2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό | νεοελλ. βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους … Dictionary of Greek